Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνθεσιουργός
ἀνθεσιπότατος
ἀνθεσίχρως
Ἀνθεστήρια
Ἀνθεστηριάδας
Ἀνθεστηριών
ἀνθεστιάω
Ἀνθεσφόρια
Ἀνθεσφόρος
ἄνθεται
ἄνθετο
ἀνθέω
ἀνθεών
ἄνθη
ἀνθηδών
ἀνθήεις
ἀνθηλᾶς
ἀνθήλη
ἀνθήλιον
ἀνθήλιος
ἄνθημα1
View word page
ἄνθετο
ἄνθετο, Ep. 3 sg. aor. 2 Med. of ἀνατίθημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνθετο
Headword (normalized):
ἄνθετο
Headword (normalized/stripped):
ανθετο
IDX:
8740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄνθετο</span>, Ep. 3 sg. aor. 2 Med. of <span class="foreign greek">ἀνατίθημι.</span> </div><br><br>'}