Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεπιτίθεμαι
προεπιτροπεύω
προεπιφαίνομαι
προεπιχειρέω
προεπιχείρησις
προεπιχέω
προεποικέω
προερανίστρια
προεργάζομαι
προεργασία
προέργου
προερεθίζω
προερεθισμός
προερέσσω
προερευνάω
προερέω
προερμηνεύω
προέρπω
προερύω
προέρχομαι
προερωτάω
View word page
προέργου
προέργου,
A). v. προύργου.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προέργου
Headword (normalized):
προέργου
Headword (normalized/stripped):
προεργου
IDX:
87401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87402
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προέργου</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προύργου.</span> </div> </div><br><br>'}