Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄνθεσαν
ἀνθεσιουργός
ἀνθεσιπότατος
ἀνθεσίχρως
Ἀνθεστήρια
Ἀνθεστηριάδας
Ἀνθεστηριών
ἀνθεστιάω
Ἀνθεσφόρια
Ἀνθεσφόρος
ἄνθεται
ἄνθετο
ἀνθέω
ἀνθεών
ἄνθη
ἀνθηδών
ἀνθήεις
ἀνθηλᾶς
ἀνθήλη
ἀνθήλιον
ἀνθήλιος
View word page
ἄνθεται
ἄνθεται·
ἐλεύθεροι
( Tarent.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄνθεται
Headword (normalized):
ἄνθεται
Headword (normalized/stripped):
ανθεται
IDX:
8739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8740
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄνθεται·</span> <span class="foreign greek">ἐλεύθεροι</span> ( Tarent.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}