Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρδαμον
ἀγριόκαρδον
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκοκκύμηλον
ἀγριοκολοκύντη
ἀγριοκρόμμυον
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριολειχήν
ἀγρίολον
ἀγριομαλάχη
ἀγριομέλιττα
ἀγριόμορφος
ἀγριομυρίκη
ἀγριομύρμηξ
View word page
ἀγριοκολοκύντη
ἀγριο-κολοκύντη,
A). = τολύπη 3 , Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγριοκολοκύντη
Headword (normalized):
ἀγριοκολοκύντη
Headword (normalized/stripped):
αγριοκολοκυντη
IDX:
873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-874
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριο-κολοκύντη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τολύπη</span> <span class="bibl"> 3 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}