Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προεπιπλήσσω
προεπισημαίνω
προεπισκεπτέον
προεπισκέπτομαι
προεπισκήπτομαι
προεπισκοπέω
προεπίσταμαι
προεπιστέλλω
προεπιταράσσω
προεπιτίθεμαι
προεπιτροπεύω
προεπιφαίνομαι
προεπιχειρέω
προεπιχείρησις
προεπιχέω
προεποικέω
προερανίστρια
προεργάζομαι
προεργασία
προέργου
προερεθίζω
View word page
προεπιτροπεύω
προεπι-τροπεύω
,
A).
act as
ἐπίτροπος
before
,
BGU
8 ii 7
(iii A.D.).
ShortDef
act as ἐπίτροπος before
Debugging
Headword:
προεπιτροπεύω
Headword (normalized):
προεπιτροπεύω
Headword (normalized/stripped):
προεπιτροπευω
IDX:
87392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87393
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεπι-τροπεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">act as</span> <span class="foreign greek">ἐπίτροπος</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">before</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 8 ii 7 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}