Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεπιλύω
προεπιμελέομαι
προεπινοέω
προεπίνοια
προεπιξενόομαι
προεπιπάσσω
προεπιπλήσσω
προεπισημαίνω
προεπισκεπτέον
προεπισκέπτομαι
προεπισκήπτομαι
προεπισκοπέω
προεπίσταμαι
προεπιστέλλω
προεπιταράσσω
προεπιτίθεμαι
προεπιτροπεύω
προεπιφαίνομαι
προεπιχειρέω
προεπιχείρησις
προεπιχέω
View word page
προεπισκήπτομαι
προεπι-σκήπτομαι,
A). bring an action of ἐπίσκηψις first, τοῖς πεπρακόσιν Mitteis Chr. 31 vi7 (ii B.C.).


ShortDef

bring an action of ἐπίσκηψις first

Debugging

Headword:
προεπισκήπτομαι
Headword (normalized):
προεπισκήπτομαι
Headword (normalized/stripped):
προεπισκηπτομαι
IDX:
87386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87387
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεπι-σκήπτομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bring an action of</span> <span class="foreign greek">ἐπίσκηψις</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">first,</span> <span class="foreign greek">τοῖς πεπρακόσιν</span> Mitteis <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Chr.</span> 31 vi7 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}