Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεπικρίνω
προεπιλογίζομαι
προεπιλύω
προεπιμελέομαι
προεπινοέω
προεπίνοια
προεπιξενόομαι
προεπιπάσσω
προεπιπλήσσω
προεπισημαίνω
προεπισκεπτέον
προεπισκέπτομαι
προεπισκήπτομαι
προεπισκοπέω
προεπίσταμαι
προεπιστέλλω
προεπιταράσσω
προεπιτίθεμαι
προεπιτροπεύω
προεπιφαίνομαι
προεπιχειρέω
View word page
προεπισκεπτέον
προεπι-σκεπτέον,
A). one must examine first, Aët. 5.115 .


ShortDef

one must examine first

Debugging

Headword:
προεπισκεπτέον
Headword (normalized):
προεπισκεπτέον
Headword (normalized/stripped):
προεπισκεπτεον
IDX:
87384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87385
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεπι-σκεπτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must examine first,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg005:115" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg005:115/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 5.115 </a>.</div> </div><br><br>'}