Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεπικόπτω
προεπικρίνω
προεπιλογίζομαι
προεπιλύω
προεπιμελέομαι
προεπινοέω
προεπίνοια
προεπιξενόομαι
προεπιπάσσω
προεπιπλήσσω
προεπισημαίνω
προεπισκεπτέον
προεπισκέπτομαι
προεπισκήπτομαι
προεπισκοπέω
προεπίσταμαι
προεπιστέλλω
προεπιταράσσω
προεπιτίθεμαι
προεπιτροπεύω
προεπιφαίνομαι
View word page
προεπισημαίνω
προεπι-σημαίνω,
A). indicate already, Phld. Rh. 1.7S. ( Pass.).


ShortDef

indicate already

Debugging

Headword:
προεπισημαίνω
Headword (normalized):
προεπισημαίνω
Headword (normalized/stripped):
προεπισημαινω
IDX:
87383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87384
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεπι-σημαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">indicate already,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 1.7S. </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}