Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προεπιθυμία
προεπικοινόω
προεπικόπτω
προεπικρίνω
προεπιλογίζομαι
προεπιλύω
προεπιμελέομαι
προεπινοέω
προεπίνοια
προεπιξενόομαι
προεπιπάσσω
προεπιπλήσσω
προεπισημαίνω
προεπισκεπτέον
προεπισκέπτομαι
προεπισκήπτομαι
προεπισκοπέω
προεπίσταμαι
προεπιστέλλω
προεπιταράσσω
προεπιτίθεμαι
View word page
προεπιπάσσω
προεπι-πάσσω
,
A).
strew upon before,
Alex.
Trall.
Febr.
7
.
ShortDef
strew upon before
Debugging
Headword:
προεπιπάσσω
Headword (normalized):
προεπιπάσσω
Headword (normalized/stripped):
προεπιπασσω
IDX:
87381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87382
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεπι-πάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strew upon before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.</span> </span> Trall.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Febr.</span> 7 </span>.</div> </div><br><br>'}