Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προεπιθεωρέω
προεπιθυμία
προεπικοινόω
προεπικόπτω
προεπικρίνω
προεπιλογίζομαι
προεπιλύω
προεπιμελέομαι
προεπινοέω
προεπίνοια
προεπιξενόομαι
προεπιπάσσω
προεπιπλήσσω
προεπισημαίνω
προεπισκεπτέον
προεπισκέπτομαι
προεπισκήπτομαι
προεπισκοπέω
προεπίσταμαι
προεπιστέλλω
προεπιταράσσω
View word page
προεπιξενόομαι
προεπι-ξενόομαι
, Pass.,
A).
to be received as a guest before,
Luc.
Bis Acc.
7
.
ShortDef
to be received as a guest before
Debugging
Headword:
προεπιξενόομαι
Headword (normalized):
προεπιξενόομαι
Headword (normalized/stripped):
προεπιξενοομαι
IDX:
87380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87381
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεπι-ξενόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be received as a guest before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Bis Acc.</span> <span class="bibl"> 7 </span>.</div> </div><br><br>'}