Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προεπιγράφω
προεπιδείκνυμι
προεπίδεσμος
προεπιδέω
προεπιδημέω
προεπιζευγνύω
προεπίζευξις
προεπιθεωρέω
προεπιθυμία
προεπικοινόω
προεπικόπτω
προεπικρίνω
προεπιλογίζομαι
προεπιλύω
προεπιμελέομαι
προεπινοέω
προεπίνοια
προεπιξενόομαι
προεπιπάσσω
προεπιπλήσσω
προεπισημαίνω
View word page
προεπικόπτω
προεπι-κόπτω
,
A).
cut down, trim first,
στήλας
IG
7.3073.68
,
145
(Lebad.).
ShortDef
cut down, trim first
Debugging
Headword:
προεπικόπτω
Headword (normalized):
προεπικόπτω
Headword (normalized/stripped):
προεπικοπτω
IDX:
87373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87374
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεπι-κόπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cut down, trim first,</span> <span class="quote greek">στήλας</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 7.3073.68 </span> ,<span class="bibl"> 145 </span>(Lebad.).</div> </div><br><br>'}