Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεπιβουλή
προεπιβρέχω
προεπιγιγνώσκω
προεπιγράφω
προεπιδείκνυμι
προεπίδεσμος
προεπιδέω
προεπιδημέω
προεπιζευγνύω
προεπίζευξις
προεπιθεωρέω
προεπιθυμία
προεπικοινόω
προεπικόπτω
προεπικρίνω
προεπιλογίζομαι
προεπιλύω
προεπιμελέομαι
προεπινοέω
προεπίνοια
προεπιξενόομαι
View word page
προεπιθεωρέω
προεπι-θεωρέω,
A). examine first, Sor. 1.79 .


ShortDef

examine first

Debugging

Headword:
προεπιθεωρέω
Headword (normalized):
προεπιθεωρέω
Headword (normalized/stripped):
προεπιθεωρεω
IDX:
87370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87371
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεπι-θεωρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">examine first,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:79" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.79/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.79 </a>.</div> </div><br><br>'}