Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεπιβάλλω
προεπιβουλεύω
προεπιβουλή
προεπιβρέχω
προεπιγιγνώσκω
προεπιγράφω
προεπιδείκνυμι
προεπίδεσμος
προεπιδέω
προεπιδημέω
προεπιζευγνύω
προεπίζευξις
προεπιθεωρέω
προεπιθυμία
προεπικοινόω
προεπικόπτω
προεπικρίνω
προεπιλογίζομαι
προεπιλύω
προεπιμελέομαι
προεπινοέω
View word page
προεπιζευγνύω
προεπι-ζευγνύω, Rhet.,
A). employ the figure προεπίζευξις (cf. sq.), Eust. 947.57 .


ShortDef

employ the figure

Debugging

Headword:
προεπιζευγνύω
Headword (normalized):
προεπιζευγνύω
Headword (normalized/stripped):
προεπιζευγνυω
IDX:
87368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87369
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεπι-ζευγνύω</span>, Rhet., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">employ the figure</span> <span class="foreign greek">προεπίζευξις</span> (cf. sq.), <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:947:57" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:947.57/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 947.57 </a>.</div> </div><br><br>'}