Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεπαφίημι
προεπείγω
προέπειμι
προεπιβάλλω
προεπιβουλεύω
προεπιβουλή
προεπιβρέχω
προεπιγιγνώσκω
προεπιγράφω
προεπιδείκνυμι
προεπίδεσμος
προεπιδέω
προεπιδημέω
προεπιζευγνύω
προεπίζευξις
προεπιθεωρέω
προεπιθυμία
προεπικοινόω
προεπικόπτω
προεπικρίνω
προεπιλογίζομαι
View word page
προεπίδεσμος
προεπί-δεσμος, ,
A). band or ligature put on at first, Gal. 18(2).746 (nisi leg. προς-).


ShortDef

band

Debugging

Headword:
προεπίδεσμος
Headword (normalized):
προεπίδεσμος
Headword (normalized/stripped):
προεπιδεσμος
IDX:
87365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87366
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεπί-δεσμος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">band</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">ligature put on at first,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).746 </span> (nisi leg. <span class="foreign greek">προς-</span>).</div> </div><br><br>'}