Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προεπαινέω
προεπανασείω
προεπαφίημι
προεπείγω
προέπειμι
προεπιβάλλω
προεπιβουλεύω
προεπιβουλή
προεπιβρέχω
προεπιγιγνώσκω
προεπιγράφω
προεπιδείκνυμι
προεπίδεσμος
προεπιδέω
προεπιδημέω
προεπιζευγνύω
προεπίζευξις
προεπιθεωρέω
προεπιθυμία
προεπικοινόω
προεπικόπτω
View word page
προεπιγράφω
προεπι-γράφω
[ᾰ
],
A).
assess before
:— Pass.,
τὸ -γεγραμμένον ἐκφόριον
PTeb.
60.82
, al. (ii B.C.).
ShortDef
assess before
Debugging
Headword:
προεπιγράφω
Headword (normalized):
προεπιγράφω
Headword (normalized/stripped):
προεπιγραφω
IDX:
87363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87364
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεπι-γράφω</span> <span class="foreign greek">[ᾰ</span>], <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assess before</span>:— Pass., <span class="quote greek">τὸ -γεγραμμένον ἐκφόριον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 60.82 </span> , al. (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}