Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεπαγγέλλω
προεπάγγελσις
προεπαινέω
προεπανασείω
προεπαφίημι
προεπείγω
προέπειμι
προεπιβάλλω
προεπιβουλεύω
προεπιβουλή
προεπιβρέχω
προεπιγιγνώσκω
προεπιγράφω
προεπιδείκνυμι
προεπίδεσμος
προεπιδέω
προεπιδημέω
προεπιζευγνύω
προεπίζευξις
προεπιθεωρέω
προεπιθυμία
View word page
προεπιβρέχω
προεπι-βρέχω,
A). foment beforehand, τὸ τραῦμα Gal. 13.384 .


ShortDef

foment beforehand

Debugging

Headword:
προεπιβρέχω
Headword (normalized):
προεπιβρέχω
Headword (normalized/stripped):
προεπιβρεχω
IDX:
87361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87362
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεπι-βρέχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">foment beforehand,</span> <span class="quote greek">τὸ τραῦμα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.384 </span> .</div> </div><br><br>'}