προεξορμάω
προεξ-ορμάω,
A). set out, start earlier, μιᾷ ἡμέρᾳ Mem. 3.13.5 , cf. : c. gen., 46.37 ἐπὶ πόλεμον π. τῆς θεοῦ βουλήσεως AJ 4.1.2 .
2). to be stimulated first, εἰς τὴν διαστολήν :— Pass., prob. ibid. 9.78