Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεξευκρινέω
προεξευρίσκω
προεξεφίεμαι
προεξέχω
προεξηγέομαι
προεξιλεόομαι
προεξιόω
προεξίσταμαι
προεξογκόομαι
προεξοδεύω
προεξοδιάζω
προέξοδος
προεξομαλίζω
προεξορμάω
προεξυμνέω
προεορτάζω
προέορτος
προεπαγγέλλω
προεπάγγελσις
προεπαινέω
προεπανασείω
View word page
προεξοδιάζω
προεξ-οδιάζω,
A). expend before, IG 5(1).1390.54 ( Pass., Andania, i B.C.).


ShortDef

expend before

Debugging

Headword:
προεξοδιάζω
Headword (normalized):
προεξοδιάζω
Headword (normalized/stripped):
προεξοδιαζω
IDX:
87344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87345
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεξ-οδιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">expend before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 5(1).1390.54 </span>( Pass., Andania, i B.C.).</div> </div><br><br>'}