Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεξεργάζομαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξευκρινέω
προεξευρίσκω
προεξεφίεμαι
προεξέχω
προεξηγέομαι
προεξιλεόομαι
προεξιόω
προεξίσταμαι
προεξογκόομαι
προεξοδεύω
προεξοδιάζω
προέξοδος
προεξομαλίζω
προεξορμάω
προεξυμνέω
προεορτάζω
View word page
προεξιλεόομαι
προεξ-ῑλεόομαι,
A). propitiate before, Sostrat. ap. Stob. 4.20.72 .


ShortDef

propitiate before

Debugging

Headword:
προεξιλεόομαι
Headword (normalized):
προεξιλεόομαι
Headword (normalized/stripped):
προεξιλεοομαι
IDX:
87339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87340
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεξ-ῑλεόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">propitiate before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sostrat.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 4.20.72 </span>.</div> </div><br><br>'}