Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεξανίσταμαι
προεξαντλέω
προεξαποστέλλω
προεξάπτω
προεξαριθμέομαι
προεξαρτάω
προεξάρχω
προεξασθενέω
προεξεγείρω
προεξέδρα
προέξειμι1
προέξειμι2
προεξελαύνω
προεξελκόω
προεξεμέω
προεξεπίσταμαι
προεξεργάζομαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
View word page
προέξειμι1
προέξ-ειμι,(εἰμί
A). sum) improve, derive benefit, Herod. Med. in Rh.Mus. 58.76 .


ShortDef

improve, derive benefit
sally forth from

Debugging

Headword:
προέξειμι1
Headword (normalized):
προέξειμι
Headword (normalized/stripped):
προεξειμι1
IDX:
87323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87324
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προέξ-ειμι</span>,(<span class="foreign greek">εἰμί</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sum) improve, derive benefit,</span> Herod. Med. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.Mus.</span> 58.76 </span>.</div> </div><br><br>'}