Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεξαμαρτάνω
προεξανάγω
προεξαναλίσκω
προεξανθέω
προεξάνθημα
προεξάνθησις
προεξανίσταμαι
προεξαντλέω
προεξαποστέλλω
προεξάπτω
προεξαριθμέομαι
προεξαρτάω
προεξάρχω
προεξασθενέω
προεξεγείρω
προεξέδρα
προέξειμι1
προέξειμι2
προεξελαύνω
προεξελκόω
προεξεμέω
View word page
προεξαριθμέομαι
προεξ-ᾰριθμέομαι, Med.,
A). count up before, Sch. Pi. N. 3.129 .


ShortDef

count up before

Debugging

Headword:
προεξαριθμέομαι
Headword (normalized):
προεξαριθμέομαι
Headword (normalized/stripped):
προεξαριθμεομαι
IDX:
87317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87318
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεξ-ᾰριθμέομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">count up before,</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg003.perseus-grc1:3:129" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg003.perseus-grc1:3.129/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pi.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">N.</span> 3.129 </a>.</div> </div><br><br>'}