Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεξαλείφω
προεξάλλομαι
προεξαλλοτριόω
προεξαμαρτάνω
προεξανάγω
προεξαναλίσκω
προεξανθέω
προεξάνθημα
προεξάνθησις
προεξανίσταμαι
προεξαντλέω
προεξαποστέλλω
προεξάπτω
προεξαριθμέομαι
προεξαρτάω
προεξάρχω
προεξασθενέω
προεξεγείρω
προεξέδρα
προέξειμι1
προέξειμι2
View word page
προεξαντλέω
προεξ-αντλέω,
A). empty first, Sor. 1.52 ( Pass.).


ShortDef

empty first

Debugging

Headword:
προεξαντλέω
Headword (normalized):
προεξαντλέω
Headword (normalized/stripped):
προεξαντλεω
IDX:
87314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87315
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεξ-αντλέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">empty first,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:52" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.52/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.52 </a>( Pass.).</div> </div><br><br>'}