Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεξαΐσσω
προεξαιτέω
προεξακοντίζω
προεξαλείφω
προεξάλλομαι
προεξαλλοτριόω
προεξαμαρτάνω
προεξανάγω
προεξαναλίσκω
προεξανθέω
προεξάνθημα
προεξάνθησις
προεξανίσταμαι
προεξαντλέω
προεξαποστέλλω
προεξάπτω
προεξαριθμέομαι
προεξαρτάω
προεξάρχω
προεξασθενέω
προεξεγείρω
View word page
προεξάνθημα
προεξ-άνθημα, ατος, τό,
A). = προάνθησις , Suid. s.v. κύτταρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προεξάνθημα
Headword (normalized):
προεξάνθημα
Headword (normalized/stripped):
προεξανθημα
IDX:
87311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87312
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεξ-άνθημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">προάνθησις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κύτταρος.</span> </div> </div><br><br>'}