Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεξαδυνατέω
προεξαιθριάζω
προεξαιρέω
προεξαΐσσω
προεξαιτέω
προεξακοντίζω
προεξαλείφω
προεξάλλομαι
προεξαλλοτριόω
προεξαμαρτάνω
προεξανάγω
προεξαναλίσκω
προεξανθέω
προεξάνθημα
προεξάνθησις
προεξανίσταμαι
προεξαντλέω
προεξαποστέλλω
προεξάπτω
προεξαριθμέομαι
προεξαρτάω
View word page
προεξανάγω
προεξ-ανάγω,
A). v. προεξάγω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προεξανάγω
Headword (normalized):
προεξανάγω
Headword (normalized/stripped):
προεξαναγω
IDX:
87308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87309
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεξ-ανάγω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προεξάγω.</span> </div> </div><br><br>'}