Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεξαγκωνίζω
προεξάγω
προεξαδυνατέω
προεξαιθριάζω
προεξαιρέω
προεξαΐσσω
προεξαιτέω
προεξακοντίζω
προεξαλείφω
προεξάλλομαι
προεξαλλοτριόω
προεξαμαρτάνω
προεξανάγω
προεξαναλίσκω
προεξανθέω
προεξάνθημα
προεξάνθησις
προεξανίσταμαι
προεξαντλέω
προεξαποστέλλω
προεξάπτω
View word page
προεξαλλοτριόω
προεξ-αλλοτριόω,
A). alienate previously, PLond. 2.154.13 ( Pass., i A.D.).


ShortDef

alienate previously

Debugging

Headword:
προεξαλλοτριόω
Headword (normalized):
προεξαλλοτριόω
Headword (normalized/stripped):
προεξαλλοτριοω
IDX:
87306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87307
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεξ-αλλοτριόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">alienate previously,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 2.154.13 </span> ( Pass., i A.D.).</div> </div><br><br>'}