Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεντείνω
προέντευξις
προεντίθημι
προεντίκτω
προεντυγχάνω
προένωμα
προεξαγγέλλω
προεξαγκωνίζω
προεξάγω
προεξαδυνατέω
προεξαιθριάζω
προεξαιρέω
προεξαΐσσω
προεξαιτέω
προεξακοντίζω
προεξαλείφω
προεξάλλομαι
προεξαλλοτριόω
προεξαμαρτάνω
προεξανάγω
προεξαναλίσκω
View word page
προεξαιθριάζω
προεξ-αιθριάζω,
A). first expose to the air, Archig. ap. Gal. 13.254 .


ShortDef

first expose to the air

Debugging

Headword:
προεξαιθριάζω
Headword (normalized):
προεξαιθριάζω
Headword (normalized/stripped):
προεξαιθριαζω
IDX:
87299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87300
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεξ-αιθριάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">first expose to the air,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Archig.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.254 </span>.</div> </div><br><br>'}