Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρδαμον
ἀγριόκαρδον
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκοκκύμηλον
ἀγριοκολοκύντη
ἀγριοκρόμμυον
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριολειχήν
ἀγρίολον
ἀγριομαλάχη
ἀγριομέλιττα
ἀγριόμορφος
ἀγριομυρίκη
View word page
ἀγριοκοκκύμηλον
ἀγριο-κοκκύμηλον
,
τό
,
A).
=
τροῦμνον
,
Gal.
6.619
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγριοκοκκύμηλον
Headword (normalized):
ἀγριοκοκκύμηλον
Headword (normalized/stripped):
αγριοκοκκυμηλον
IDX:
872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-873
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριο-κοκκύμηλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τροῦμνον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.619 </span>.</div> </div><br><br>'}