Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Ἀνθεμουσία
ἀνθεμοφόρον
ἀνθεμώδης
ἀνθεμωτός
ἄνθεξις
ἄνθεο
ἀνθερεών
ἀνθέρικος
ἀνθερικώδης
ἄνθεριξ
ἀνθερίσκος
ἄνθεσαν
ἀνθεσιουργός
ἀνθεσιπότατος
ἀνθεσίχρως
Ἀνθεστήρια
Ἀνθεστηριάδας
Ἀνθεστηριών
ἀνθεστιάω
Ἀνθεσφόρια
Ἀνθεσφόρος
View word page
ἀνθερίσκος
ἀνθερ-ίσκος
,
ὁ
,
A).
=
ἀνθέρικος
, dub. in
AB
403
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνθερίσκος
Headword (normalized):
ἀνθερίσκος
Headword (normalized/stripped):
ανθερισκος
IDX:
8728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8729
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνθερ-ίσκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνθέρικος</span> , dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 403 </span>.</div> </div><br><br>'}