Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προεμπορίζω
προεμφαίνω
προεμφανίζομαι
προέμφασις
προεμφορέομαι
προεμφυσάω
προενάρχομαι
προενδείκνυμαι
προενδημέω
προενδίδωμι
προενέδρα
προενεδρεύω
προένειμι
προενείρω
προενεκτέον
προενεργέω
προενέρχομαι
προενέχομαι
προενεχυράζω
προενεχυριάζω
προενθυμέω
View word page
προενέδρα
προεν-έδρα
,
ἡ
,
A).
ambush,
Hsch.
s.v.
προδοκῇσι.
ShortDef
ambush
Debugging
Headword:
προενέδρα
Headword (normalized):
προενέδρα
Headword (normalized/stripped):
προενεδρα
IDX:
87267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87268
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεν-έδρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ambush,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">προδοκῇσι.</span> </div> </div><br><br>'}