Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
προεμπνέω
προεμπολεύς
προεμπολεύω
προεμπορίζω
προεμφαίνω
προεμφανίζομαι
προέμφασις
προεμφορέομαι
προεμφυσάω
προενάρχομαι
προενδείκνυμαι
προενδημέω
προενδίδωμι
προενέδρα
προενεδρεύω
προένειμι
προενείρω
προενεκτέον
View word page
προεμφορέομαι
προεμ-φορέομαι, Pass.,
A). to be filled full before, κακίας Plu. 2.1067f .


ShortDef

to be filled full before

Debugging

Headword:
προεμφορέομαι
Headword (normalized):
προεμφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
προεμφορεομαι
IDX:
87261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87262
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεμ-φορέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be filled full before,</span> <span class="quote greek">κακίας</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1067f </span> .</div> </div><br><br>'}