Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεμέω
προεμμελετάω
προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
προεμπνέω
προεμπολεύς
προεμπολεύω
προεμπορίζω
προεμφαίνω
προεμφανίζομαι
προέμφασις
προεμφορέομαι
προεμφυσάω
προενάρχομαι
προενδείκνυμαι
προενδημέω
προενδίδωμι
προενέδρα
προενεδρεύω
προένειμι
View word page
προεμφανίζομαι
προεμ-φᾰνίζομαι, Pass.,
A). appear before, Longin. 17 . 2 .


ShortDef

appear before

Debugging

Headword:
προεμφανίζομαι
Headword (normalized):
προεμφανίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προεμφανιζομαι
IDX:
87259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87260
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεμ-φᾰνίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">appear before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 17 </span>. <span class="bibl"> 2 </span>.</div> </div><br><br>'}