Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεμβρέχω
προέμεν
προεμέω
προεμμελετάω
προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
προεμπνέω
προεμπολεύς
προεμπολεύω
προεμπορίζω
προεμφαίνω
προεμφανίζομαι
προέμφασις
προεμφορέομαι
προεμφυσάω
προενάρχομαι
προενδείκνυμαι
προενδημέω
προενδίδωμι
προενέδρα
View word page
προεμπορίζω
προεμ-πορίζω,
A). v. προευπορέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προεμπορίζω
Headword (normalized):
προεμπορίζω
Headword (normalized/stripped):
προεμποριζω
IDX:
87257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87258
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεμ-πορίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προευπορέω.</span> </div> </div><br><br>'}