Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεμβάλλω
προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
προέμβολον
προέμβολος
προεμβρέχω
προέμεν
προεμέω
προεμμελετάω
προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
προεμπνέω
προεμπολεύς
προεμπολεύω
προεμπορίζω
προεμφαίνω
προεμφανίζομαι
προέμφασις
View word page
προεμμελετάω
προεμ-μελετάω,
A). practise before, τοῖς τοῦ βίου πράγμασι Ph. 1.551 .


ShortDef

practise before

Debugging

Headword:
προεμμελετάω
Headword (normalized):
προεμμελετάω
Headword (normalized/stripped):
προεμμελεταω
IDX:
87250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87251
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεμ-μελετάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">practise before,</span> <span class="quote greek">τοῖς τοῦ βίου πράγμασι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:551" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.551/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.551 </a> .</div> </div><br><br>'}