Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προελκυσμένως
προέλκω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
προέμβολον
προέμβολος
προεμβρέχω
προέμεν
προεμέω
προεμμελετάω
προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
προεμπνέω
προεμπολεύς
προεμπολεύω
View word page
προέμβολος
προέμ-βολος, , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προέμβολος
Headword (normalized):
προέμβολος
Headword (normalized/stripped):
προεμβολος
IDX:
87246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87247
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προέμ-βολος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}