Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προελκόομαι
προελκυσμένως
προέλκω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
προέμβολον
προέμβολος
προεμβρέχω
προέμεν
προεμέω
προεμμελετάω
προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
προεμπνέω
προεμπολεύς
View word page
προέμβολον
προέμ-βολον, τό, Agath. 5.21 :


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προέμβολον
Headword (normalized):
προέμβολον
Headword (normalized/stripped):
προεμβολον
IDX:
87245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87246
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προέμ-βολον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:5:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:5.21/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span> 5.21 </a>:</div><br><br>'}