Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεκφωνέω
προεκχέω
προεκχωρέω
προέλασις
προελαύνω
προελέγχω
προελευθερόομαι
προέλευσις
προελκομένως
προελκόομαι
προελκυσμένως
προέλκω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
προέμβολον
προέμβολος
View word page
προελκυσμένως
προελκ-υσμένως,
A). = -ομένως , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προελκυσμένως
Headword (normalized):
προελκυσμένως
Headword (normalized/stripped):
προελκυσμενως
IDX:
87236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87237
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προελκ-υσμένως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">-ομένως</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}