Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεκφράττω
προεκφωνέω
προεκχέω
προεκχωρέω
προέλασις
προελαύνω
προελέγχω
προελευθερόομαι
προέλευσις
προελκομένως
προελκόομαι
προελκυσμένως
προέλκω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
προέμβολον
View word page
προελκόομαι
προελκ-όομαι, Pass.,
A). be ulcerated before, Dsc. Eup. 1.150 .


ShortDef

be ulcerated before

Debugging

Headword:
προελκόομαι
Headword (normalized):
προελκόομαι
Headword (normalized/stripped):
προελκοομαι
IDX:
87235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87236
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προελκ-όομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">be ulcerated before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eup.</span> 1.150 </span>.</div> </div><br><br>'}