Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεκφοιτάω
προεκφράττω
προεκφωνέω
προεκχέω
προεκχωρέω
προέλασις
προελαύνω
προελέγχω
προελευθερόομαι
προέλευσις
προελκομένως
προελκόομαι
προελκυσμένως
προέλκω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
View word page
προελκομένως
προελκ-ομένως,
A). prolixe, Gloss.


ShortDef

prolixe

Debugging

Headword:
προελκομένως
Headword (normalized):
προελκομένως
Headword (normalized/stripped):
προελκομενως
IDX:
87234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87235
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προελκ-ομένως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prolixe,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}