προέλευσις
προέλευσις, εως, ἡ,
A). issuing forth, Ex. 21.7 , al., in Mete. 147.23 ; ἐκ τοῦ παλατίου H. 6.491 ; progress, procession, π. θριαμβική . 1292.16
3). παραμύθιον τῆς π. μου a reward for my trouble, (ii A.D.). 332.20