Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκποιέω
προεκπονέω
προέκπτωσις
προεκρέω
προεκρήγνυμαι
προεκτείνω
προεκτελέω
προεκτέμνω
προεκτήκω
προεκτίθημι
προεκτίκτω
προεκτίλλω
προεκτίνω
προεκτρέχω
προεκτρύχω
προεκτυπόω
προεκφέρω
προεκφεύγω
προεκφλογόω
View word page
προεκτήκω
προεκ-τήκω,
A). melt before: metaph.in Pass., προεξετήκοντο λύπαις Plu. 2.107a .


ShortDef

melt before

Debugging

Headword:
προεκτήκω
Headword (normalized):
προεκτήκω
Headword (normalized/stripped):
προεκτηκω
IDX:
87211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87212
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεκ-τήκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">melt before</span>: metaph.in Pass., <span class="quote greek">προεξετήκοντο λύπαις</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.107a </span> .</div> </div><br><br>'}