Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεκπηδάω
προεκπίνω
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκποιέω
προεκπονέω
προέκπτωσις
προεκρέω
προεκρήγνυμαι
προεκτείνω
προεκτελέω
προεκτέμνω
προεκτήκω
προεκτίθημι
προεκτίκτω
προεκτίλλω
προεκτίνω
προεκτρέχω
προεκτρύχω
προεκτυπόω
View word page
προεκτείνω
προεκ-τείνω,
A). stretch forth, Apollon. Lex. s.v. προΐηλε.


ShortDef

stretch forth

Debugging

Headword:
προεκτείνω
Headword (normalized):
προεκτείνω
Headword (normalized/stripped):
προεκτεινω
IDX:
87208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87209
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεκ-τείνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stretch forth,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">προΐηλε.</span> </div> </div><br><br>'}