Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρδαμον
ἀγριόκαρδον
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκοκκύμηλον
ἀγριοκολοκύντη
ἀγριοκρόμμυον
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριολειχήν
ἀγρίολον
ἀγριομαλάχη
ἀγριομέλιττα
ἀγριόμορφος
View word page
ἀγριοκινάρα
ἀγριο-κινάρα
,
A).
=
ἄκανθα λευκή
, Ps.-
Dsc.
3.12
; =
carduus,
Gloss.
ShortDef
carduus
Debugging
Headword:
ἀγριοκινάρα
Headword (normalized):
ἀγριοκινάρα
Headword (normalized/stripped):
αγριοκιναρα
IDX:
871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-872
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριο-κινάρα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἄκανθα λευκή</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.12 </span>; = <span class="tr" style="font-weight: bold;">carduus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}