Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄνθεμα
ἀνθεμίζομαι
ἀνθέμιον
ἀνθεμίς
ἀνθεμοειδής
ἀνθεμόεις
ἄνθεμον
ἀνθεμόρρυτος
ἀνθεμόστρωτος
ἀνθεμουργός
Ἀνθεμουσία
ἀνθεμοφόρον
ἀνθεμώδης
ἀνθεμωτός
ἄνθεξις
ἄνθεο
ἀνθερεών
ἀνθέρικος
ἀνθερικώδης
ἄνθεριξ
ἀνθερίσκος
View word page
Ἀνθεμουσία
Ἀνθεμουσία· τάγμα τι παρὰ Μακεδόσιν ἐξ Ἀνθεμοῦντος πόλεως Μακεδονίας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἀνθεμουσία
Headword (normalized):
ἀνθεμουσία
Headword (normalized/stripped):
ανθεμουσια
IDX:
8718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8719
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἀνθεμουσία·</span> <span class="foreign greek">τάγμα τι παρὰ Μακεδόσιν ἐξ Ἀνθεμοῦντος πόλεως Μακεδονίας,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}