Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεκδρομή
προεκζέω
προεκθερμαίνω
προέκθεσις
προεκθετέον
προεκθετικός
προεκθέω
προεκθρῴσκω
προεκκαθαίρω
προεκκαίω
προεκκαλέω
προέκκειμαι
προεκκεvόω
προεκκλύζω
προεκκομίζω
προεκκοπρόω
προεκκόπτω
προεκκρίνω
προέκκρισις
προεκκρούω
προεκλάμπω
View word page
προεκκαλέω
προεκ-κᾰλέω, Med. -καλεῖται, =
A). procitat, Gloss.


ShortDef

procitat

Debugging

Headword:
προεκκαλέω
Headword (normalized):
προεκκαλέω
Headword (normalized/stripped):
προεκκαλεω
IDX:
87177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87178
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεκ-κᾰλέω</span>, Med. <span class="foreign greek">-καλεῖται,</span> = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">procitat,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}