Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προεισέρχομαι
προεισευπορέω
προεισηγέομαι
προεισόδιον
προεισπαίω
προεισπέμπω
προεισπορεύομαι
προεισπράσσω
προεισφέρω
προεισφορά
προείσφορος
προεκβάλλω
προέκβασις
προεκβιβάζω
προεκδαπανάω
προεκδέχομαι
προεκδιδάσκω
προεκδίδωμι
προέκδοσις
προεκδρομή
προεκζέω
View word page
προείσφορος
προείς-φορος
,
ὁ
,
A).
one who contributes to a
προεισφορά,
Inscr.Prien.
108.78
(ii B.C.).
ShortDef
one who contributes to a προεισφορά
Debugging
Headword:
προείσφορος
Headword (normalized):
προείσφορος
Headword (normalized/stripped):
προεισφορος
IDX:
87158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87159
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προείς-φορος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who contributes to a</span> <span class="foreign greek">προεισφορά,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Inscr.Prien.</span> 108.78 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}