Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προειρηνεύω
προειρήσομαι
προεισάγω
προεισβάλλω
προεισδέω
προεισελαύνω
προεισέρχομαι
προεισευπορέω
προεισηγέομαι
προεισόδιον
προεισπαίω
προεισπέμπω
προεισπορεύομαι
προεισπράσσω
προεισφέρω
προεισφορά
προείσφορος
προεκβάλλω
προέκβασις
προεκβιβάζω
προεκδαπανάω
View word page
προεισπαίω
προεις-παίω,
A). burst in before, Hsch.


ShortDef

burst in before

Debugging

Headword:
προεισπαίω
Headword (normalized):
προεισπαίω
Headword (normalized/stripped):
προεισπαιω
IDX:
87152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87153
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεις-παίω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">burst in before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}