Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προειδωλοποιέω
προεικάζω
πρόειμι1
πρόειμι2
προεῖπον
προειρηνεύω
προειρήσομαι
προεισάγω
προεισβάλλω
προεισδέω
προεισελαύνω
προεισέρχομαι
προεισευπορέω
προεισηγέομαι
προεισόδιον
προεισπαίω
προεισπέμπω
προεισπορεύομαι
προεισπράσσω
προεισφέρω
προεισφορά
View word page
προεισελαύνω
προεις-ελαύνω, intr.,
A). go in before, εἰς τὸ ἄστυ Hld. 9.1 .


ShortDef

go in before

Debugging

Headword:
προεισελαύνω
Headword (normalized):
προεισελαύνω
Headword (normalized/stripped):
προεισελαυνω
IDX:
87147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87148
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεις-ελαύνω</span>, intr., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">go in before,</span> <span class="quote greek">εἰς τὸ ἄστυ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:9:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:9.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hld.</span> 9.1 </a> .</div> </div><br><br>'}