Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προεγκλύζω
προεγκωμιάζω
πρόεγμα
προεγρηγορέω
προεγχαράσσω
προεγχειρέω
προεγχειρίζομαι
προεγχρίω
προεγχυματίζω
προεδήδοκα
προεδικ[ός
προέδρα
προεδρεύω
προεδρία
προεδρικὴ
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεθιστέον
προεῖδον
προειδωλοποιέω
View word page
προεδικ[ός
προεδικ[ός, , όν(?)], dub. sens.,
A). ἐδάφη BGU 15.18 , al. (i A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προεδικ[ός
Headword (normalized):
προεδικ[ός
Headword (normalized/stripped):
προεδικ[ος
IDX:
87127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87128
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεδικ[ός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>(?)], dub. sens., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ἐδάφη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 15.18 </span> , al. (i A.D.).</div> </div><br><br>'}