Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προέγκλιμα
προεγκλύζω
προεγκωμιάζω
πρόεγμα
προεγρηγορέω
προεγχαράσσω
προεγχειρέω
προεγχειρίζομαι
προεγχρίω
προεγχυματίζω
προεδήδοκα
προεδικ[ός
προέδρα
προεδρεύω
προεδρία
προεδρικὴ
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεθιστέον
προεῖδον
View word page
προεδήδοκα
προεδήδοκα, προεδεσθῆναι,
A). v. προεσθίω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προεδήδοκα
Headword (normalized):
προεδήδοκα
Headword (normalized/stripped):
προεδηδοκα
IDX:
87126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87127
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεδήδοκα</span>, <span class="orth greek">προεδεσθῆναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προεσθίω.</span> </div> </div><br><br>'}