Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προέγγυος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεγκαλέω
προέγκειμαι
προεγκελεύομαι
προέγκλιμα
προεγκλύζω
προεγκωμιάζω
πρόεγμα
προεγρηγορέω
προεγχαράσσω
προεγχειρέω
προεγχειρίζομαι
προεγχρίω
προεγχυματίζω
προεδήδοκα
προεδικ[ός
προέδρα
προεδρεύω
προεδρία
View word page
προεγρηγορέω
προεγρηγορέω,
A). v. προγρηγορέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προεγρηγορέω
Headword (normalized):
προεγρηγορέω
Headword (normalized/stripped):
προεγρηγορεω
IDX:
87120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87121
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεγρηγορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προγρηγορέω.</span> </div> </div><br><br>'}